φωτοηλεκτρισμός — ο (φυσ.) 1. τμήμα της φυσικής, που εξετάζει τα ηλεκτρικά φαινόμενα τα οποία προκαλούνται σε σώματα από την επίδραση της φωτεινής ακτινοβολίας. 2. η εμφάνιση ηλεκτρικού φορτίου σε σώματα που δέχτηκαν την επίδραση φωτεινής ακτινοβολίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοηλεκτρισμός ή φωτοηλεκτρικό φαινόμενο — Εκπομπή ηλεκτρονίων εκ μέρους ενός υλικού συστήματος, που δέχεται τη δράση ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Το φαινόμενο, που το παρατήρησε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. ο Ρίγκι, ο οποίος το όρισε ως φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, μελετήθηκε… … Dictionary of Greek
Ανακάλυψη των σωματιδίων — Τα άτομα, που συμπεριφέρονται ως αδιαίρετα σ. στα χημικά φαινόμενα, παρουσιάζουν την πολυπλοκότητα τους στα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα. Κάθε άτομο αποτελείται πράγματι από ένα πυρήνα, που φέρει θετικό ηλεκτρικό φορτίο και ο οποίος περιβάλλεται… … Dictionary of Greek
ηλεκτρική στήλη — Σύστημα που μετατρέπει τη χημική, θερμική ή ηλεκτρομαγνητική ενέργεια σε ηλεκτρική. Την πρώτη στήλη εφηύρε ο Αλεσάντρο Βόλτα (1800) ύστερα από έρευνες πάνω σε μέταλλα, προς τις οποίες παρακινήθηκε από τις παρατηρήσεις του Γκαλβάνι (1780). Ο Βόλτα … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικός σωλήνας κενού — Γενική ονομασία μιας μεγάλης κατηγορίας ηλεκτρονικών σωλήνων, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι στον σωλήνα που διαρρέεται από ηλεκτρονικό ρεύμα έχει πραγματοποιηθεί απόλυτο σχεδόν κενό. Διακρίνονται βασικά σε τρεις τύπους, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
κύτταρο, φωτοηλεκτρικό — Όργανο βασιζόμενο στην ιδιότητα που έχουν κάποια μέταλλα να εκπέμπουν ηλεκτρόνια (φωτοηλεκτρισμός), όταν δέχονται κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική (φωτεινή) ακτινοβολία. Τα φ.κ. κενού αποτελούνται από μια γυάλινη αμπούλα, στην οποία έχει… … Dictionary of Greek